Εμπορική ονομασία | UniAPI-PBS |
CAS | 1405-20-5 |
Όνομα προϊόντος | Θειική πολυμυξίνη Β |
Εμφάνιση | Λευκή ή σχεδόν λευκή σκόνη |
Διαλυτότητα | Υδατοδιαλυτό |
Εφαρμογή | Φάρμακο |
Χημική δοκιμή | Το άθροισμα πολυμυξίνης B1, B2, B3 και B1-I: 80,0% minΠολυμυξίνη B3: 6,0% maxΠολυμυξίνη B1-I: 15,0% max |
Πακέτο | 1 κιλό καθαρό ανά κουτί αλουμινίου |
Διάρκεια ζωής | 2 χρόνια |
Αποθήκευση | Φυλάσσεται σε δροσερό και ξηρό μέρος, μακριά από το φως. 2~8℃ για αποθήκευση. |
Χημική Δομή |
Εφαρμογή
Η θειική πολυξίνη Β είναι ένα κατιονικό επιφανειοδραστικό αντιβιοτικό, ένα μείγμα πολυξίνης Β1 και Β2, το οποίο μπορεί να βελτιώσει τη διαπερατότητα της κυτταρικής μεμβράνης. Σχεδόν άοσμο. Ευαίσθητο στο φως. Υγροσκοπικός. Διαλυτό στο νερό, ελαφρώς διαλυτό σε αιθανόλη.
Κλινική επίδραση
Το αντιβακτηριακό του φάσμα και η κλινική του εφαρμογή είναι παρόμοια με την πολυμυξίνη e. έχει ανασταλτική ή βακτηριοκτόνο δράση σε Gram-αρνητικά βακτήρια, όπως Escherichia coli, Pseudomonas aeruginosa, paraescherichia coli, Klebsiella pneumoniae, οξεόφιλος, κοκκύτης και δυσεντερία. Κλινικά, χρησιμοποιείται κυρίως για λοίμωξη που προκαλείται από ευαίσθητα βακτήρια, λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος που προκαλείται από Pseudomonas aeruginosa, μάτι, τραχεία, μηνιγγίτιδα, σήψη, λοίμωξη από εγκαύματα, λοίμωξη δέρματος και βλεννογόνων κ.λπ.
φαρμακολογική δράση
Έχει αντιβακτηριδιακή δράση σε Pseudomonas aeruginosa, Escherichia coli, Klebsiella pneumoniae, Haemophilus, enterobacter, Salmonella, Shigella, κοκκύτη, παστερέλλα και Vibrio. Το Proteus, το Neisseria, το Serratia, το pruvidens, τα θετικά κατά Gram βακτήρια και τα υποχρεωτικά αναερόβια δεν ήταν ευαίσθητα σε αυτά τα φάρμακα. Υπήρχε διασταυρούμενη αντίσταση μεταξύ αυτού του φαρμάκου και της πολυμυξίνης Ε, αλλά δεν υπήρξε διασταυρούμενη αντίσταση μεταξύ αυτού του φαρμάκου και άλλων αντιβιοτικών.
Χρησιμοποιείται κυρίως για λοίμωξη πληγών, ουροποιητικού συστήματος, ματιών, αυτιών, τραχείας που προκαλείται από Pseudomonas aeruginosa και άλλα Pseudomonas. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για σήψη και περιτονίτιδα.